- μυρτοχειλίδες
- μυρτοχειλίδεςlabia majora pudendorumfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυρτοχειλίδες — μυρτοχειλίδες, αἱ (Α) [μυρτόχειλα] (κατά τον Πολυδεύκη) «τα ἑκατέρωθεν τού γυναικείου αιδοίου σαρκώδη πτερυγώματα» … Dictionary of Greek